ψαέναι

ψαέναι
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθάσαι, κτίσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • ψόγξαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκοῡσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. δωρικής προέλευσης, που συνδέεται με τη λ. φθογγή (για την φωνητική αντιστοιχία μεταξύ ψ και φθ πρβλ. ψαέναι: φθάνω, ψίνομαι: φθίνω, ψείρει: φθείρει)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”